εξευτελισμένος

εξευτελισμένος
η , ο
1) обесцененный; 2) опозоренный; униженный; скомпрометировавший себя; не пользующийся уважением, с плохой репутацией; 3) подлый, низкий, ничтожный, ничего не стоящий, дрянной

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εξευτελισμένος" в других словарях:

  • εντροπιάζω — και ντροπιάζω (Μ ἐντροπιάζω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή, τόν εκθέτω («τόν ντρόπιασες μπροστά σε όλους με τα λόγια σου») 2. κάνω κάποιον άλλο να αισθανθεί ντροπή για δικές μου ενέργειες («ντρόπιασα τον πατέρα μου με τις πράξεις μου») 3.… …   Dictionary of Greek

  • καταπέφτω — και καταπίπτω (AM καταπίπτω, Μ και καταπέφτω) 1. πέφτω καταγής με ορμή («κατέπεσε από τον τρίτο όροφο») 2. πέφτω κάτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι («πολλά σπίτια κατέπεσαν από τον σεισμό») νεοελλ. 1. μτφ. (για άνεμο, θύελλα, οργή κ.λπ.) ελαττώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • κουρέλα — η 1. (ως υποτιμητικός χαρακτηρισμός προσώπου ή ομάδας προσώπων) εξευτελισμένος, ξεφτίλα 2. το υπερώριμο σύκο, η ισχάδα, η σκουμαΐδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλι: κεφάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • ντροπιάζω — [ντροπή] 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή, τόν εκθέτω, τόν προσβάλλω («τού μίλησε με τρόπο που τόν ντρόπιασε μπροστά στους φίλους του») 2. κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή εξαιτίας μου («με τα καμώματά σου ντροπιάζεις τους γονείς σου») 3. κάνω …   Dictionary of Greek

  • ξεφτίλα — η 1. ταπείνωση, εξευτελισμός 2. (για πρόσ.) αχρείος, τιποτένιος, εξευτελισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφτιλίζω] …   Dictionary of Greek

  • ξεφτίλας — ο τιποτένιος, εξευτελισμένος, χωρίς υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεφτίλα (πρβλ. τσαντίλα τσαντίλας)] …   Dictionary of Greek

  • ρεζίλης — ο, Ν, θηλ. ρεζίλισσα και ρεζίλω, Ν [ρεζίλι] αυτός που γελοιοποιήθηκε, που έγινε καταγέλαστος, ο εξευτελισμένος, ο καταντροπιασμένος …   Dictionary of Greek

  • εξευτελίζομαι — εξευτελίζομαι, εξευτελίστηκα, εξευτελισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • (ε)ξευτελίζω — (ε)ξευτέλισα, (ε)ξευτελίστηκα, (ε)ξευτελισμένος, μτβ. 1. (για πράγματα), κάνω κάτι φτηνό, υποβιβάζω την αξία του στο ελάχιστο: Οι μισθοί εξευτελίστηκαν. 2. (για πρόσωπα), υποβιβάζω ή εξουθενώνω την υπόληψη κάποιου, τον καταρρακώνω, τον ταπεινώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»